Ο σακχαρώδης διαβήτης (ΣΔ) αποτελεί μία από τις πιο διαδεδομένες μεταβολικές διαταραχές παγκοσμίως, επηρεάζοντας εκατομμύρια ανθρώπους και η επίπτωσή του αυξάνεται με ραγδαίους ρυθμούς.
Πρόκειται για μια χρόνια πάθηση κατά την οποία το σώμα αδυνατεί να ρυθμίσει αποτελεσματικά τα επίπεδα γλυκόζης (το «σάκχαρο») στο αίμα, λόγω είτε ανεπαρκούς παραγωγής ινσουλίνης είτε μειωμένης ευαισθησίας των κυττάρων σε αυτήν.
Η γλυκόζη είναι η κύρια πηγή ενέργειας για τον οργανισμό μας. Η ινσουλίνη, ορμόνη που παράγεται από το πάγκρεας, λειτουργεί σαν «κλειδί», επιτρέποντας στη γλυκόζη να εισέλθει στα κύτταρα για ενέργεια. Όταν αυτή η διαδικασία δε λειτουργεί σωστά, η γλυκόζη συσσωρεύεται στο αίμα, προκαλώντας υπεργλυκαιμία και με τον καιρό μπορεί να προκληθούν μεταβολικές διαταραχές και μακροπρόθεσμες επιπλοκές σε όργανα όπως η καρδιά, οι νεφροί, τα μάτια και τα νεύρα.
Τύποι ΣΔ
Ο σακχαρώδης διαβήτης δεν είναι μία ενιαία νόσος. Υπάρχουν διάφοροι τύποι με διαφορετικούς μηχανισμούς και χαρακτηριστικά.
• Διαβήτης τύπου 1
Είναι αυτοάνοσης φύσεως και συνήθως εμφανίζεται σε νεαρή ηλικία. Το ανοσοποιητικό σύστημα καταστρέφει τα β-κύτταρα του παγκρέατος που παράγουν ινσουλίνη, με αποτέλεσμα την πλήρη έλλειψή της. Τα άτομα με διαβήτη τύπου 1 χρειάζονται καθημερινή χορήγηση ινσουλίνης για να επιβιώσουν.
Η διατροφή σε αυτόν τον τύπο διαβήτη είναι εξίσου σημαντική, καθώς βοηθά στη σταθεροποίηση των επιπέδων σακχάρου και στην πρόληψη υπο- ή υπεργλυκαιμιών.
• Διαβήτης τύπου 2
Είναι ο πιο συχνός τύπος, που συνδέεται κυρίως με την παχυσαρκία, τη μειωμένη σωματική δραστηριότητα, την ανθυγιεινή διατροφή και την κληρονομικότητα. Εδώ η παραγωγή ινσουλίνης υπάρχει, αλλά τα κύτταρα δεν ανταποκρίνονται σωστά, κατάσταση γνωστή ως «ινσουλινοαντίσταση». Αρχικά, το πάγκρεας προσπαθεί να αντισταθμίσει παράγοντας περισσότερη, όμως με τον καιρό εξαντλείται. Με τον καιρό, η ικανότητα του παγκρέατος να εκκρίνει ινσουλίνη μειώνεται, επιδεινώνοντας την υπεργλυκαιμία.
Η σωστή διατροφή και η απώλεια βάρους μπορούν να βελτιώσουν θεαματικά τη ρύθμιση του σακχάρου, σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και να οδηγήσουν σε ύφεση της νόσου.
Μελέτες δείχνουν ότι ακόμη και η απώλεια 5–10% του σωματικού βάρους μπορεί να βελτιώσει σημαντικά τη ρύθμιση του σακχάρου.
• Διαβήτης κύησης
Εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, όταν οι ορμονικές αλλαγές προκαλούν αυξημένη ινσουλινοαντίσταση.
Στις περισσότερες περιπτώσεις υποχωρεί μετά τον τοκετό, ωστόσο αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 αργότερα στη ζωή. Η έγκαιρη διάγνωση και διατροφή με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη είναι ζωτικής σημασίας τόσο για τη μητέρα όσο και για το έμβρυο. Βρείτε εδώ περισσότερες λεπτομέρειες.
• Άλλες ειδικές μορφές
Περιλαμβάνουν γενετικά σύνδρομα (π.χ. MODY – Maturity Onset Diabetes of the Young), παγκρεατικές παθήσεις ή φαρμακευτικά επαγόμενες μορφές διαβήτη.
Συμπτώματα και διάγνωση ΣΔ
Τα πιο συχνά συμπτώματα είναι η πολυουρία, η πολυδιψία, η πολυφαγία, η ανεξήγητη απώλεια βάρους, η κόπωση και η θολή όραση. Σε κάποιες περιπτώσεις, ιδιαίτερα στον τύπο 2, τα συμπτώματα μπορεί να είναι ήπια ή να απουσιάζουν για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθιστώντας τη διάγνωση πιο δύσκολη.
Η διάγνωση του ΣΔ βασίζεται κυρίως στη μέτρηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα, είτε σε κατάσταση νηστείας είτε μετά από φόρτιση με γλυκόζη (καμπύλη σακχάρου). Σύμφωνα με τις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες (π.χ. American Diabetes Association), ο διαβήτης διαγιγνώσκεται όταν η γλυκόζη νηστείας είναι ≥126 mg/dL σε δύο διαφορετικές μετρήσεις ή όταν τα επίπεδα γλυκόζης δύο ώρες μετά από δοκιμασία ανοχής γλυκόζης (OGTT) υπερβαίνουν τα 200 mg/dL. Εναλλακτικά, η αιμοσφαιρίνη A1c (HbA1c), που αποτυπώνει τη μέση γλυκόζη των τελευταίων 2-3 μηνών, μπορεί να χρησιμοποιηθεί διαγνωστικά όταν είναι ≥6,5%.
Σε άτομα που παρουσιάζουν κλασικά συμπτώματα υπεργλυκαιμίας, μία τυχαία μέτρηση γλυκόζης ≥200 mg/dL είναι επίσης ένδειξη ύπαρξης ΣΔ.
Η διάκριση μεταξύ των τύπων διαβήτη (τύπου 1, τύπου 2 ή διαβήτη κύησης) απαιτεί περαιτέρω αξιολόγηση. Στον διαβήτη τύπου 1, συχνά παρατηρείται χαμηλή ή μη ανιχνεύσιμη ινσουλίνη και θετικά αντισώματα έναντι των β-κυττάρων του παγκρέατος, ενώ στον διαβήτη τύπου 2 υπάρχει αντίσταση στην ινσουλίνη με φυσιολογικά ή αυξημένα επίπεδα της ορμόνης. Στην περίπτωση του διαβήτη κύησης, η διάγνωση γίνεται μεταξύ της 24ης και 28ης εβδομάδας κύησης με ειδική δοκιμασία ανοχής γλυκόζης, καθώς οι φυσιολογικές ορμονικές μεταβολές της εγκυμοσύνης μπορούν να επηρεάσουν την ευαισθησία στην ινσουλίνη.
Η έγκαιρη διάγνωση είναι καθοριστική, καθώς επιτρέπει την έγκαιρη παρέμβαση μέσω διατροφής, φυσικής δραστηριότητας και, όταν χρειάζεται, φαρμακευτικής αγωγής, προλαμβάνοντας επιπλοκές και βελτιώνοντας σημαντικά την ποιότητα ζωής των ατόμων με διαβήτη.
Πώς επηρεάζει ο διαβήτης τον οργανισμό
Ο σακχαρώδης διαβήτης, ανεξάρτητα από τον τύπο του, χαρακτηρίζεται από αυξημένα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα (υπεργλυκαιμία), τα οποία, όταν παραμένουν ανεξέλεγκτα, επιδρούν αρνητικά σε πολλά συστήματα του οργανισμού. Η υπεργλυκαιμία οδηγεί σε βλάβες στα αιμοφόρα αγγεία (αγγειοπάθειες), με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η κυκλοφορία του αίματος και η οξυγόνωση των ιστών. Αυτό μπορεί να έχει συνέπειες σε όργανα-στόχους όπως τους νεφρούς (διαβητική νεφροπάθεια), τα μάτια (διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια που μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια όρασης), τα νεύρα (διαβητική νευροπάθεια), την καρδιά (διαβητική καρδιοπάθεια) ακόμα και το δέρμα μέσω καθυστέρησης της επούλωσης πληγών, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο λοιμώξεων.
Παράλληλα, η δυσλειτουργία του μεταβολισμού των υδατανθράκων συνδέεται συχνά με αυξημένα επίπεδα τριγλυκεριδίων και LDL χοληστερόλης, γεγονός που ενισχύει τον κίνδυνο για καρδιαγγειακά νοσήματα. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα άτομα με ΣΔ έχουν αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο κατά 2 – 3 φορές σε σχέση με τα άτομα που δεν εμφανίζουν τη συγκεκριμένη νόσο.
Σε ορισμένους ασθενείς, ιδιαίτερα με διαβήτη τύπου 1, η έλλειψη ινσουλίνης μπορεί να οδηγήσει σε διαβητική κετοξέωση, μια οξεία και δυνητικά επικίνδυνη κατάσταση που απαιτεί άμεση ιατρική φροντίδα.
Ωστόσο, όταν ο διαβήτης αντιμετωπίζεται σωστά, με κατάλληλη διατροφή, τακτική άσκηση, ρύθμιση του στρες και ιατρική παρακολούθηση, η ποιότητα ζωής μπορεί να διατηρηθεί σε εξαιρετικά καλό επίπεδο, ενώ ο κίνδυνος επιπλοκών μειώνεται σημαντικά.
Ρόλος της διατροφής στη ρύθμιση του σακχάρου
Η διατροφή αποτελεί θεμέλιο λίθο στη διαχείριση του σακχαρώδη διαβήτη, καθώς επηρεάζει άμεσα τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα. Ο στόχος είναι η διατήρηση της γλυκόζης εντός φυσιολογικών ορίων, η πρόληψη υπο- και υπεργλυκαιμικών επεισοδίων και η προαγωγή της συνολικής υγείας. Αυτό επιτυγχάνεται μέσα από σωστές επιλογές τροφίμων, κατάλληλο συνδυασμό γευμάτων και ορθή κατανομή υδατανθράκων.
Η ποιότητα και ποσότητα των υδατανθράκων παίζει καθοριστικό ρόλο. Σε αντίθεση με αυτό που πιστεύει πολύς κόσμος, οι υδατάνθρακες δεν είναι ο «εχθρός» και δε θέλουμε πλήρη αποχή από την κατανάλωσή τους. Αντίθετα, χρειάζεται ήπιος περιορισμός και σωστή κατανομή τους κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η ποιότητά τους, παίζει εξίσου σημαντικό ρόλο κι έτσι προτιμώνται οι σύνθετοι υδατάνθρακες με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη, όπως τα προϊόντα ολικής άλεσης, τα όσπρια, τα φρούτα και τα λαχανικά.
Οι σύνθετοι υδατάνθρακες απορροφώνται πιο αργά, λόγω των διαιτητικών ινών που συνήθως περιέχουν, συμβάλλοντας στη σταθερή ροή γλυκόζης στο αίμα και αποτρέποντας τις απότομες αυξήσεις.
Επιπλέον, συστήνεται τα τρόφιμα που περιέχουν υδατάνθρακες να καταναλώνονται συνδυαστικά με τρόφιμα που αποτελούν καλές πηγές πρωτεϊνών ή καλών λιπαρών, ώστε να επιβραδύνεται η απορρόφηση της γλυκόζης, για παράδειγμα φρούτο με ξηρούς καρπούς ή ψωμί ολικής άλεσης με τυρί χαμηλών λιπαρών.
Η επαρκής πρόσληψη διαιτητικών ινών (περίπου 25–35 g ημερησίως) βελτιώνει τον γλυκαιμικό έλεγχο, ενισχύει το αίσθημα κορεσμού και συμβάλλει στην υγεία του εντέρου. Παράλληλα, η κατανάλωση ποιοτικών πηγών πρωτεΐνης (όπως ψάρια, πουλερικά, αυγά, γαλακτοκομικά χαμηλών λιπαρών και όσπρια) και καλών λιπαρών (ελαιόλαδο, ξηροί καρποί, σπόροι, αβοκάντο) προάγουν τη μεταβολική υγεία και μειώνουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Στα πλαίσια ελέγχου του καρδιαγγειακού κινδύνου, συστήνεται η προσοχή στην πρόσληψη αλατιού και ο περιορισμός του σε 5 γραμμάρια ημερησίως, συνολικά από όλα τα γεύματα και τρόφιμα!
Η σωστή κατανομή των γευμάτων μέσα στην ημέρα βοηθά στη σταθεροποίηση των επιπέδων σακχάρου, ενώ η προσοχή στο μέγεθος των μερίδων και η αποφυγή υπερβολικά επεξεργασμένων τροφίμων (όπως ζάχαρη, λευκά άλευρα και τηγανητά) είναι εξίσου σημαντικές.
Τέλος, η εξατομίκευση του διαιτολογίου σύμφωνα με τις ανάγκες, τον τρόπο ζωής και τη φαρμακευτική αγωγή κάθε ατόμου είναι απαραίτητη, γι’ αυτό η καθοδήγηση από πιστοποιημένο διαιτολόγο αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της αποτελεσματικής ρύθμισης του διαβήτη.
Άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν τον έλεγχο των επιπέδων γλυκόζης
• Φυσική δραστηριότητα
Η άσκηση αυξάνει την ευαισθησία των μυών στην ινσουλίνη και βοηθά στη μείωση του σακχάρου στο αίμα. Συνιστάται τουλάχιστον 150 λεπτά μέτριας έντασης αερόβιας άσκησης την εβδομάδα, όπως γρήγορο περπάτημα, κολύμβηση ή ποδήλατο και 2 – 3 προπονήσεις ενδυνάμωσης εβδομαδιαίως. Παράλληλα, η προπόνηση με αντιστάσεις συμβάλλει στη διατήρηση της μυϊκής μάζας και στη βελτίωση του μεταβολισμού.
• Αλκοόλ
Το αλκοόλ δεν απαγορεύεται στα άτομα με ΣΔ, αλλά συστήνεται μεγάλη σύνεση και προσοχή στην κατανάλωσή του. Αν και μια κατανάλωση αλκοόλ σύμφωνα με τις συστάσεις (δες εδώ) φαίνεται να έχει ευεργετικές επιδράσεις στον οργανισμό, τα άτομα με ΣΔ θα πρέπει να γνωρίζουν ότι το αλκοόλ μπορεί να οδηγήσει τόσο σε υπερ- όσο και σε υπο-γλυκαιμία και για το λόγο αυτό θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικά και να ελέγχουν τα επίπεδα σακχάρου τους πριν αλλά και κατά τη διάρκεια της κατανάλωσης ποτού. Το αλκοόλ δεν επιτρέπεται σε εγκυμονούσες, θηλάζουσες και πριν την οδήγηση.
• Κάπνισμα
Τα άτομα που πάσχουν από ΣΔ, συστήνεται να μην καπνίζουν, καθώς το κάπνισμα, μπορεί να δυσχεράνει τόσο τον έλεγχο της νόσου όσο και να αυξήσει περαιτέρω τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.
• Ύπνος
Ο επαρκής και ποιοτικός ύπνος είναι απαραίτητος, καθώς η στέρησή του σχετίζεται με αυξημένη αντίσταση στην ινσουλίνη.
• Διαχείριση του στρες
Το στρες οδηγεί σε αυξημένη παραγωγή κορτιζόλης, η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε υπεργλυκαιμία και αντίσταση στην ινσουλίνη. Μιας και η διάγνωση του διαβήτη μπορεί να συνοδεύεται από φόβο, θυμό ή άγχος, λόγω της συνεχούς παρακολούθησης, των περιορισμών στη διατροφή και της αυξημένης ανάγκης για πειθαρχία, η υποστήριξη από ομάδα επαγγελματιών —διαιτολόγο, γιατρό, ψυχολόγο— είναι κρίσιμη για την ολιστική αντιμετώπιση της νόσου.
Ο σακχαρώδης διαβήτης, αν και χρόνια πάθηση, δεν είναι καταδίκη. Με ενημέρωση, συνέπεια και υποστήριξη, μπορεί να ελεγχθεί αποτελεσματικά. Η ισορροπημένη διατροφή, η τακτική άσκηση και η σωστή φαρμακευτική αγωγή επιτρέπουν σε ένα άτομο με διαβήτη να έχει πλήρη, δραστήρια και ποιοτική ζωή.