Σίγουρα θα έχεις ακούσει κάποιον στο οικογενειακό, φιλικό ή εργασιακό σου περιβάλλον που έχει υποβληθεί στη διαδικασία ελέγχου δυσανεξίας τροφίμων με στόχο να εντοπίσει τα τρόφιμα που “δεν μπορεί να μεταβολίσει και τον εμποδίζουν στο να χάσει βάρος”. Ίσως μάλιστα να έχεις κάνει κι εσύ κάποιο αντίστοιχο τεστ ή σκέφτεσαι να το κάνεις.
Πριν αναλύσουμε το αν τα συγκεκριμένα τεστ έχουν κάποια διαγνωστική αξία και αν έχουν θέση στην προσπάθειά σου για απώλεια βάρους, καλό θα είναι να ξεκαθαρίσουμε το τι είναι η διατροφική δυσανεξία.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ακαδημία Αλλεργιολογίας και Κλινικής Ανοσολογίας (EAACI) ως τροφική υπερευαισθησία ορίζεται οποιαδήποτε ανεπιθύμητη αντίδραση του οργανισμού μετά την κατανάλωση ενός τροφίμου, με αποτέλεσμα την εμφάνιση συμπτωμάτων. Ως σύμπτωμα θεωρείται οποιαδήποτε αλλαγή στο πώς αισθανόμαστε ή λειτουργούμε, για παράδειγμα εκδήλωση εξανθήματος, μετεωρισμός, πόνος, ναυτία κ.λπ. Όταν στην εμφάνιση της ανεπιθύμητης αντίδρασης συμμετέχει κάποιος ανοσολογικός μηχανισμός, τότε μιλάμε για τροφική αλλεργία.
Όταν, όμως δε συμμετέχει το ανοσοποιητικό σύστημα μιλάμε για τροφικές δυσανεξίες, όπου το σώμα αντιδρά μέσω φυσικών και χημικών μηχανισμών, με πιο γνωστές τη δυσανεξία στη λακτόζη και τη δυσανεξία στη γλουτένη (κοιλιοκάκη) . Η δυσανεξία στη λακτόζη οφείλεται στην έλλειψη του ένζυμου λακτάση, το οποίο διασπά τη λακτόζη, και τα συμπτώματα περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων διαρροϊκές κενώσεις, μετεωρισμό και πόνο. Η κοιλιοκάκη είναι ένα πολυσυστηματικό νόσημα ιδιαίτερης βαρύτητας που οφείλεται σε φλεγμονώδη αντίδραση του οργανισμού έπειτα από την κατανάλωση γλουτένης.
Πολλοί δυστυχώς υποστηρίζουν ότι ο καθένας μας έχει μία ή και περισσότερες διατροφικές δυσανεξίες, οι οποίες επηρεάζουν το μεταβολισμό του και αποτελούν την αιτία για το αυξημένο βάρος ή/και την αδυναμία απώλειάς του. Η παραπάνω δήλωση προφανώς δεν έχει, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, προκύψει από κάποια επιστημονική έρευνα και άρα δεν έχει κάποια επιστημονική βάση. Πιο συγκεκριμένα, το Υπουργείο Υγείας σε απόφασή του, που δημοσιεύθηκε στις 24 Αυγούστου 2016, σχετικά με τα μηχανήματα ελέγχου τροφικής δυσανεξίας, αναφέρει και τονίζει μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
• “Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν στο εμπόριο αξιόπιστα και πιστοποιημένα για τη διαγνωστική τους αξία κλινικά τεστ ανίχνευσης διατροφικών δυσανεξιών.
• Η χρησιμοποίηση των τεστ δυσανεξίας σε προγράμματα απώλειας βάρους δεν έχει καμία επιστημονική βάση, αφενός διότι τα τεστ τα οποία χρησιμοποιούνται δεν έχουν διαγνωστική αξία, αφετέρου διότι οι τροφικές δυσανεξίες δε σχετίζονται με την απώλεια βάρους. Συνεπώς, τα τεστ αυτά δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται σε διαιτολογικά κέντρα, ως εργαλεία τα οποία καθορίζουν τα προγράμματα απώλειας βάρους, αφενός διότι ουδέν αποτέλεσμα έχουν, αφετέρου διότι μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντικές διατροφικές ελλείψεις με τον αποκλεισμό τροφών, οι οποίες σύμφωνα με το τεστ μπορούν να προκαλέσουν τροφικές δυσανεξίες.
• Μόνο οι τεκμηριωμένες μέθοδοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να οριστεί η ύπαρξη μιας αλλεργίας ή υπερευαισθησίας. Η διάγνωση αυτή μπορεί να οδηγήσει μόνο στη συμβουλή για τον αποκλεισμό των τροφών οι οποίες δημιουργούν τις αλλεργικές αντιδράσεις και όχι στο σχεδιασμό του διαιτολογίου.
• Ουδεμία σχέση, τουλάχιστον έως τώρα επιστημονικά τεκμηριωμένη, έχουν οι τροφικές υπερευαισθησίες με το σωματικό βάρος ή το μεταβολικό ρυθμό, τη ρύθμισή του, την απώλεια βάρους και το σχεδιασμό διαιτολογίου με αυτό το σκοπό.
• Ο μεταβολικός ρυθμός μπορεί να μετρηθεί και να εκτιμηθεί με διάφορους τρόπους. Η μέτρησή του είναι χρήσιμη για την διατροφική αξιολόγηση, όχι όμως και απαραίτητη. Σε κάθε περίπτωση η μέτρηση ή η εκτίμησή του μπορεί να γίνεται από διαιτολόγο.”
Αντίστοιχη είναι η θέση και του Πανελλήνιου Συλλόγου Διαιτολόγων – Διατροφολόγων (Π.Σ.Δ.Δ.) και της Ομάδας Ειδικών Διαχείρισης Βάρους (Ο.Ε.Δ.Β) και μπορεί να τη δει κάποιος αναλυτικά εδώ.
Κατανοούμε, λοιπόν, ότι η τροφική δυσανεξία δεν επηρεάζει -τουλάχιστον με τα μέχρι τώρα επιστημονικά δεδομένα- το μεταβολισμό μας και το βάρος μας με κάποιον τρόπο, αλλά και ότι δεν υπάρχουν και στο εμπόριο κάποια κατάλληλα τεστ ανίχνευσης τροφικών δυσανεξιών. Αν το σκεφτούμε, είναι και απολύτως λογικό, μιας και μέθοδοι όπως ο βιοσυντονισμός, η ανάλυση μαλλιών, η κινησιολογία, η δοκιμή παλμού δε γίνονται καν αιματολογικά! Οι πιστοποιημένοι και τεκμηριωμένοι τρόποι ελέγχου δυσανεξιών, όπως είναι για παράδειγμα οι έλεγχοι για δυσανεξία στη λακτόζη ή τη γλουτένη, χρησιμοποιούν αρχικά αιματολογικούς δείκτες και γίνονται πάντα από τον κατάλληλο ιατρό.
Γιατί, όμως όσοι υποβάλλονται σε μια τέτοια διαδικασία ανίχνευσης διατροφικών δυσανεξιών καταλήγουν να χάνουν τελικά βάρος; Ο λόγος είναι πολύ απλός! Αρχικά, σε όλες τις περιπτώσεις το αποτέλεσμα του τεστ είναι ότι ο εξεταζόμενος παρουσιάζει δυσανεξία στο σιτάρι και τα παράγωγά του και τη ζάχαρη, επομένως αυτόματα πρέπει να σταματήσει να καταναλώνει πολλά τρόφιμα και μάλιστα τρόφιμα που συνήθως είναι πλούσια σε υδατάνθρακες ή/και θερμίδες, παραδείγματος χάριν, το ψωμί, τα ζυμαρικά, τα γλυκά, τα σφολιατοειδή κ.λπ. Κατά συνέπεια, η αποχή από τα συγκεκριμένα ενεργειακά πυκνά τρόφιμα, είναι λογικό ότι θα οδηγήσει σε απώλεια βάρους. Επιπρόσθετα, στις περισσότερες περιπτώσεις ζητείται από τον εξεταζόμενο να αποκλείσει από τη διατροφή του ολόκληρες ομάδες τροφίμων, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος εμφάνισης ελλείψεων σε μακρο- και μικρο- θρεπτικά συστατικά και διαταραχών στη διατροφική συμπεριφορά. Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε και ότι τα τόσο περιοριστικά διατροφικά πρότυπα είναι πολύ μονότονα, με έλλειψη ποικιλίας τροφίμων και δύσκολο να ακολουθηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Συμπερασματικά, οι μέθοδοι απώλειας βάρους που βασίζονται στη διάγνωση και την αποφυγή υποτιθέμενων τροφικών δυσανεξιών, είναι τελείως ανυπόστατες επιστημονικά και με αποτελέσματα αμφιβόλου ορθότητας. Θα πρέπει να εμπιστευόμαστε πάντοτε έναν πιστοποιημένο διαιτολόγο – διατροφολόγο, στην προσπάθειά μας για έλεγχο της διατροφής μας και του βάρους μας και όχι να αποκλείουμε ολόκληρες ομάδες τροφίμων από την καθημερινότητά μας, καθώς ενέχει πάντα ο κίνδυνος να καταλήξουμε να επιβαρύνουμε την υγεία μας πολύ περισσότερο με αυτή την τακτική.
Θυμηθείτε: Το κλειδί για τη διατήρηση ενός υγιούς βάρους βρίσκεται στην ισορροπημένη διατροφή, την ποικιλία και τη σωστή καθοδήγηση. Εμπιστευθείτε τους ειδικούς για να πετύχετε τους στόχους σας με ασφάλεια και αποτελεσματικότητα!